Η ταινία είχε γυριστεί το 1971 και θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη ελληνική ταινία που έχει γυριστεί ποτέ
Αλλά ας δούμε κατ αρχήν τι είναι ο ζεϊμπέκικος χορός.
Λένε πως δεν είναι γυναικείος χορός.
Σε ολόκληρη την ιστορία του το ζεϊμπέκικο είναι ένας μοναχικός χορός.
Στις γυναίκες απαγορευόταν να χορεύουν ζεϊμπέκικο, εκτός και αν ήταν πόρνες.
Το ζεϊμπέκικο έχει τις ρίζες του στην εποχή της Τουρκοκρατίας, αλλά ποτέ δεν καταγράφηκαν συγκεκριμένα βήματα
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα».
Το ζεϊμπέκικο δε χορεύεται έτσι, μόνο για επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα να "φτιάξει κεφάλι" και να έρθει στο αμήν.
Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα.
Η σχέσις του ζεϊμπέκικου με την αρχαιότητα έγκειται εις το ότι είναι ένας πολεμικός χορός προπαρασκευαστικός της ψυχής για την τόνωση του ηθικού εκ των έσω, ως ένα είδος προσευχής, προτού μπούνε στη μάχη ή προτού μπούνε στον αγώνα της ζωής, στις σημερινές ημέρες, στις ταβέρνες κλπ.
Διότι αυτός που σηκώνεται να χορέψει κάνει ένα είδος προσευχής, εκ του εαυτού του προς τον εαυτόν του, χωρίς να έχει ανάγκην επικροτήσεως ή επιδοκιμασίας από κανέναν. Απομονώνεται, σαν να λέμε, και προβάλλει τον εαυτόν του σε μια έξαρση, σε μια μετουσίωση, σε μια μεταρσίωση, εις τον μεταξύ χρόνου και διαστήματος χώρον.
Κουνάει τις ωμοπλάτες του σαν να είναι φτερούγες και αιωρείται. Κάποτε-κάποτε χτυπάει τα πόδια του για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρεύεται, ότι δεν είναι φάσμα και πότε-πότε παίρνει τις ανάλιες, δηλαδή γονατίζει και χτυπάει την γη με τα χέρια του ή την αγγίζει για να παίρνει τις ανάλιες, δηλαδή το άλας, την δύναμιν, από την μητέρα του την χθόνια γην, για να συνεχίσει αυτήν την δοκιμασία, στην οποίαν εκουσίως προσέρχεται προς χαλάρωση
Έτσι, στο τέλος πηγαίνει και κάθεται στο κάθισμά του, έχοντας πλέον απαλλαγεί από τις κοινωνικές καταθλίψεις από τις οποίες κατατρύχεται
Αυτός ο χορός είναι ένας κινησιολογικός υπερβατικός διαλογισμός, με λίγα λόγια μια προσευχή.
Πρόκειται για χορό με τέμπο 9/8, τον οποίο χόρευαν αρχικά οι ζεϊμπέκηδες, απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Σύμφωνα με την ιστορία, οι ζεϊμπέκηδες ήταν φυλή ανυπότακτων πολεμιστών, τους οποίους χρησιμοποίησε ο Σουλτάνος το 19ο αιώνα ως βοηθητικά αστυνομικά σώματα. Διατηρούσαν δικές τους συνήθειες και φορούσαν μια εθνική ενδυμασία που τόνιζε τη θεματολογία του χορού τους.
Κατ’ άλλους, το ζεϊμπέκικο προέρχεται από τις λέξεις «Ζευς» και «Βάκχος» και θεωρείται ότι σαν χορός μιμείται το μάζεμα των σταφυλιών από τα αμπέλια και την τοποθέτησή τους στα πανέρια.
Όπως και να ‘χει, ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες το 1922, έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και δε συναντάται πια με τη μορφή που χορευόταν. Στις μέρες μας, θεωρείται λαϊκός χορός και έχει διαφοροποιηθεί αρκετά, διατηρώντας όμως το βασικό βηματισμό και το ρυθμό των εννέα ογδόων.
Τη Μαρία Βασιλείου την πρωτο-αντικρύσαν ο Αλέξης Δαμιανός και η Άρτεμις, η γυναίκα του σε ένα άλμπουμ φωτογράφου στο Λονδίνο και αμέσως είπαν «στοπ, αυτή είναι η Ευδοκία, να την βρούμε». Και όταν την είδαν ζωντανή, η 17χρονη Κυπρία Μαρία Βασιλείου ήταν δέκα φορές πιο εντυπωσιακή από αυτήν της φωτογραφίας. Είχε γεννηθεί και ζούσε στο Λονδίνο και ήταν παιδί μιας ταραγμένης οικογένειας.
H μητέρα της Μαρίας Βασιλείου μετά χαράς την άφησε να την πάρουν μαζί τους στην Αθήνα ο Αλέξης και η Άρτεμις Δαμιανού. Έτσι, η Μαρία Βασιλείου και η αδελφή της εγκαταστάθηκαν στην Εκάλη, στο σπίτι του σκηνοθέτη, έξω από το οποίο άρχισε ασυνήθιστη «κίνηση», καθώς η ομορφιά της Μαρίας είχε αναστατώσει την περιοχή! Και, βέβαια, είχε αφήσει «πίσω» άλλες υποψήφιες για τον ρόλο, γνωστές ενζενί της εποχής...
Όσο για τον 22χρονο τότε Γιώργο Κουτούζη, τον «ανακάλυψε» ο Αλέξης Δαμιανός σ' ένα γιαπί (κουβαλούσε τσιμέντο!). Στην αρχή ο νεαρός - παντρεμένος ήδη - παρεξήγησε τις προθέσεις του σκηνοθέτη, αλλά αμέσως η παρεξήγηση λύθηκε.
Στα γυρίσματα, τόσο η Βασιλείου όσο και ο Κουτούζης ήταν άψογοι και ο Αλέξης Δαμιανός εξομολογήθηκε στον νεαρό, τότε, βοηθό του Λάκη Παπαστάθη: «Είδες πώς παίζουν; Κανείς επαγγελματίας ηθοποιός δεν θα μπορούσε να παίξει έτσι. Γιατί είναι φθαρμένοι, οι περισσότεροι, από την ημέρα που αρχίζουν να γίνονται ηθοποιοί
Τους βαραίνει η ημιτελής κουλτούρα, η ατελής εκπαίδευση, αλλά κι ένας εσμός ανεύθυνων δασκάλων, που οδηγεί ακόμα και τους ταλαντούχους στην ύπνωση του ενστίκτου».
Ο Γιώργος Κουτούζης γεννήθηκε στην Καβάλα. Τον ανακάλυψε ο Αλέξης Δαμιανός στη Νέα Ερυθραία. Την εποχή εκείνη δούλευε ως οικοδόμος. Δεν ξαναγύρισε άλλη ταινία έπειτα από συνειδητή του επιλογή. Σήμερα εργάζεται στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος. Από το 1976 είναι παντρεμένος με την ζωγράφο Σοφία Κουτούζη. Διατηρεί ακόμη και σήμερα φιλική σχέση με όλους τους συντελεστές της ταινίας.
Σε συνέντευξη του ανέφερε σχετικά:
"Όσο για το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, ήταν ο χορός που έμεινε, όπως και το έργο, στην ιστορία. Τον χόρεψα πάνω στο τραγούδι του Βαμβακάρη «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου», σ' ένα ταβερνάκι στην Κάτω Κηφισιά κι επάνω στο χορό αυτό ο Μάνος Λοΐζος έφτιαξε τη μουσική της Ευδοκίας.
Μετά από τόσα χρόνια αισθάνομαι ευχάριστα, λεβέντικα για το ζεϊμπέκικο αυτό και πολύ περισσότερο νιώθω υπερήφανος που το έργο «Ευδοκία» άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, καθώς ο κόσμος ψάχνει, ρωτά για την ταινία, θέλει να τη δει, να μάθει όσο το δυνατόν πιο πολλά πράγματα, για την υπόθεση, τους συντελεστές της και γενικά τα όσα διαδραματίστηκαν τότε.
Χαίρομαι όταν βλέπω ανθρώπους γύρω μου να το χορεύουν, άσχετα αν χορεύουν καλά ή όχι, γιατί πιστεύω ότι ο καθένας εκείνη την ώρα κάτι ξεπερνά μέσα του που τον ανακουφίζει και τον ηρεμεί. Εκείνο που αξίζει στη ζωή δεν είναι το πώς χορεύεις, αλλά να είσαι αυθεντικός την ώρα που ζεις τον κάθε χορό, είτε είναι της Φωτιάς, της Λύπης, της Χαράς ή της Ευδοκίας..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου