115 χρόνια από τη στιγμή που ο Σπύρος Λούης κόβει το νήμα στο Μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, γράφοντας ιστορία.
Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε το 1872 στο Μαρούσι, χωριό τότε κοντά στην Αθήνα.
Η δουλειά του ήταν νερουλάς στα γύρω χωριά. Κατά τη στρατιωτική του θητεία, διακρίθηκε για την ικανότητά του να τρέχει "πιο γρήγορα από άλογο".
Όταν αποφασίστηκε να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1894, άρχισαν οι προετοιμασίες για την διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Ένα από τα αγωνίσματα ήταν ο μαραθώνιος, άθλημα που δεν είχε διοργανωθεί ποτέ μέχρι τότε. Η πρόταση είχε γίνει από τον Γάλλο Michel Bréal, ο οποίος είχε εμπνευστεί από τον άθλο του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που είχε διανύσει την απόσταση ξεκινώντας από την πόλη του Μαραθώνα μέχρι στην Αθήνα για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Οι Έλληνες ήταν κατενθουσιασμένοι για το νέο άθλημα και αποφάσισαν να οργανώσουν προκαταρκτικούς αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που θα ήταν να δηλώσουν συμμετοχή.
Διοργανωτής των προκαταρκτικών ήταν ο συνταγματάρχης του στρατού, Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος ήταν διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1893-1895). Ο πρώτος προκαταρκτικός, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος αγώνας, διοργανώθηκε στις 22 Μαρτίου. Νικητής ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκος με 3 ώρες, 18 λεπτά. Ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς, δύο εβδομάδες αργότερα. Ο Παπαδιαμαντόπουλος που θυμόταν τον Λούη για την αντοχή του στο τρέξιμο, τον είχε πείσει να δηλώσει συμμετοχή, και ο Λούης διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, πίσω από το νικητή Δημήτριο Δεληγιάννη.
Στις 10 Απριλίου 1896 (ή στις 29 Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα), ο Μαραθώνιος ήταν να πραγματοποιηθεί.
O συνταγματάρχης του στρατού, Παπαδιαμαντόπουλος, έδωσε το σήμα εκκίνησης στον Μαραθώνα. Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη έλαβαν μέρος.
Ο Γάλλος Albin Lermusiaux που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα μπήκε νωρίς μπροστά και προηγείτο. Στο Πικέρμι ο Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους προσπεράσει όλους πριν από το τέλος.
Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Lermusiaux κατέρρευσε από την εξάντληση. Το προβάδισμα ανέλαβε τώρα ο Αυστραλός Teddy Flack που πρωτύτερα είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να ελαττώνει την απόσταση, μέχρι που και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Λούη
Εν τω μεταξύ, στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ειδικά επειδή ένας αγγελιοφόρος με το ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι ο Αυστραλός προηγείτο. Ξαφνικά έφτασε και ένας άλλος αγγελιοφόρος που τον είχε στείλει κάποιος αστυνόμος μόλις ο Λούης μπήκε μπροστά, και ανήγγειλε ότι ένας Έλληνας ήταν πρώτος στον αγώνα δρόμου. Οι χιλιάδες θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν και να τον παροτρύνουν φωνάζοντας «Έλληνα, Έλληνα!»
Ο Λούης μπήκε στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον κατοπινό διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον κερνούσαν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα.
Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα ως τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο για πάντα. Δεν ξέρουμε αν τελικά τα πήρε όλα αυτά τα δώρα. Ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό.»
Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μετά τους Ολυμπιακούς γύρισε στο χωριό του και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου. Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.
Ο Σπύρος Λούης, ένας απλός άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση και ειδική εκπαίδευση, που πάντα φορούσε την ελληνική εθνική ενδυμασία, έγινε μύθος. Πολλοί συγγραφείς τού αφιέρωσαν ποιήματα και ύμνους και ο Τύπος τον ανακήρυξε ήρωα. Σήμερα τ' όνομά του έχει μείνει έκφραση παροιμιώδης, που δείχνει τη ζωντάνια αυτού του μύθου.
Παρά τη δόξα που απέκτησε μετά τους Αγώνες, η ζωή του ήταν δύσκολη. Δούλευε σκληρά για να κερδίσει τα προς το ζην και αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα με την υγεία της γυναίκας του. Οδηγήθηκε ακόμη και στη φυλακή, καταδικασμένος άδικα για πλαστογραφία, αλλά το ευρύ κοινό συνέχισε να τον υποστηρίζει. Σύντομα, η δικαιοσύνη αναγνώρισε το λάθος της και τον απελευθέρωσε.
Ο Λούης πήγε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο ως επίσημος αντιπρόσωπος της Ελλάδας, μεταφέροντας το Ολυμπιακό σύμβολο της χώρας του, τον κότινο, ένα στεφάνι αγριελιάς. Αυτή ήταν και η τελευταία του δημόσια εμφάνιση. Πέθανε το 1940, αφήνοντας πίσω του έναν ισχυρό μύθο που ξεπέρασε την εν ζωή του φήμη.